-
1 глаз
глаз м το μάτι, ο οφθαλμός ◇ невооружённым \глазом με γυμνό μάτι на \глазах (у ко го-л.) μπροστά στα μάτια (κάποιου) с \глазу на \глаз ιδιαί τερα бросаться в \глаза χτυπώ στα μάτια* * *мτο μάτι, ο οφθαλμός••на глаза́х (у кого́-л.) — μπροστά στα μάτια (κάποιου)
броса́ться в глаза́ — χτυπώ στα ματιά
-
2 голый
επ., βρ: гол, -а, -о.1. γυμνός, γδυμνός•-ые ноги γυμνά πόδια•
-ое тело γυμνό σώμα.
|| φτωχός, ελεεινός, άθλιος.2. αποψιλωμένος, μαδαρός, σπανός, φαλακρός, αβλάστητος, άβλαστος, αφύτρωτος.3. ακάλυπτος.4. ανόθευτος, καθαρός, γνήσιος, σκέτος•голый спирт καθαρό οινόπνευμα.
|| μονάτος, μόνο• μονάχα•-ые факты σκέτα γεγονότα•
-ые цифры μόνο (μονάχα) αριθμοί.
εκφρ.голый провод – γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία)•- ые стены – γυμνοί τοίχοι (χωρίς στολίδια)•- ми руками – με τα χέρια (μόνο), χωρίς όπλο ή εργαλείο. -
3 видимый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видимый
-
4 монтаж
1. (сборка, установка) η συναρμολόγηση, η άρμωση, το μοντάρισμα- στη βάση- трубопровода - του δικτύου σωλήνων/σωληνόσεων 2 (эл.элн.) η περιέλιξη, το κύκλωμαпередний (на щите панели) - μπροστινή -, εμπρόσθια -3. (литер., муз.) η άρμωση 4. кфт. η συναρμολόγηση (της εικόνας), το μοντάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтаж
-
5 провод
το καλώδιο, το σύρμαнадрезать - χαράσσω/κόβωτο -линейный - γραμμικό -, ηλεκτροφόρο -неизолированный - γυμνό -, μη-μονωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провод
-
6 невооруженный
невооруженныйприл ἀοπλος, ξαρ-μάτωτος· ◊ \невооруженныйым глазом μέ γυμνό μάτι. -
7 обнаженный
обнаж||енный1. прич. от обнажить-2. прил γυμνός:с \обнаженныйенной головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· с \обнаженныйеннымп ногами ξυπόλητος, γυμνόπους· \обнаженныйенная натура жив. τό γυμνό·. -
8 оголенный
огол||енный1. прич. от оголить·2. прил прям., перен γυμνός, ἀπογυμνωμένος:с \оголенныйенной головой ξεσκούφωτος, ἀσκεπής· \оголенныйенная земля τό γυμνό ἐδαφος. -
9 простой
прост||о́й Iприл1. (нетрудный, несложный) ἀπλός [-ους], εὐκολος:\простойа́я задача ἀπλό (εύκολο) πρόβλημα· \простойо́е дело ἀπλή ὑπόθεση·2. (обыкновенный) απλος [-οϋς], κοινός/ λιτός (о пище, о столе):\простой костюм τό ἀπλό κοστούμι· \простойые люди οἱ ἀπλοί ἀνθρωποι· \простойые смертные οἱ κοινοί θνητοί·3. (естественный, безыскусственный) φυσικός, ἀπλός/ ἀγαθός, ἀπλοϊκός (простодушный)·4. (не составной) ἀπλός [-οῦς]:\простойо́е число́ мат πρώτος ἀριθμός· ◊ \простойым глазом μέ γυμνό μάτι.простой IIм (в работе) τό χασομέρι. -
10 тело
тел||ос в разн. знач. τό σώμα/ ἡ σάρκα, ἡ σαρξ (плоть)/ ὁ νεκρός, τό λείψανο (останки):твердые \телоа фиэ. τά στερεά σώματα· инородное \тело τό ἐτερογενές σώμα· обнаженное \тело τό γυμνό σώμα· дрожать всем \телоом τρέμω ὁλόκληρος· вынос \телоа состоится... ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ θά γίνει...· ◊ быть в \телое εἶμαι παχύς· быть преданным душой и \телоом кому́-л. εἶμαι ἀφοσιωμένος σέ κάποιον ψυχή τε καί σώματι· держать кого́-л. в черном \телое κάνω τή ζωή μαύρη σέ κάποιον. -
11 чистый
чи́ст||ыйприл1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:\чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:\чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·3. (ясный, отчетливый) καθαρός:\чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):\чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:\чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:\чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά. -
12 голыш
-а α.1. γυμνό παιδάκι, γυμνός άνθρωπος.2. παλ. φτωχός, πένης, ενδεής.3. βότσαλο, κροκάλη, κοχλάδι. -
13 кабель
-я α.καλώδιο•подводный кабель υποβρύχιο καλώδιο•
неизолированный кабель γυμνό καλώδιο•
подземный кабель υπόγειο καλώδιο.
-
14 нагой
επ., βρ: наг, нага, наго.1. γυμνός•-ое тело γυμνό σώμα•
-ая грудь γυμνόστηθος.
2. μτφ. αβλάστητος, άδεντρος•-йе холмы γυμνοί λόφοι•
-ая скала γυμνός βράχος•
-йе деревья γυμνά δέντρα (χωρίς φύλλα).
3. μτφ. ασυγκάλυπτος, απερίφραστος•-ая истина γυμνή αλήθεια.
-
15 наголо
επίρ.γυμνά γυμνός, -ή, -ό•с шашками наголо με γυμνά σπαθιά•
меч наголо ξίφος γυμνό (ξεθηκαρωμένο).
(για κούρεμα) σύρριζα. -
16 невооружённый
-
17 оголённый
επ. από μτχ.(κυρλξ. κ. μτφ.) γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός•
человек сой грудью άνθρωπος γυμνόστηθος, γυμνόστερνος•
-ая местность γυμνός τόπος (άδεντρος, αβλά-στητος)•
оголённый провод γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία),
-
18 просвечивать
ρ.δ.1. βλ. просветить 1.2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• διαφαίνομαι, διακρίνομαι• ξεχωρίζω•солнце -ает сквозь тучи ο ήλιος φαίνεται μέσα από τα σύννεφα.• сквозь рубашку -ает голое тело μέσα από το πουκάμισο φαίνεται το γυμνό σώμα.• сквозь его слова -аеш недоверие μέσα από τα λόγια του διαφαίνεται η δυσπιστία.
|| είμαι διαφανής.διαφέγγομαι• διαφωτίζομαι, γίνομαι διαφανής κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 простой
простой 1επ., βρ: прост, проста, просто, συγκρ. βαθμός «проще», υπερθ. βαθμός «простейший».1. απλός• εύκολος•-ое дело απλή υπόθεση•
-ая задача απλό (εύκολο) πρόβλημα•
- ое предложение (γραμμ.) απλή πρόταση•
химические -ые тела χημικά απλά σώματα•
-ое число μονοψήφιος αριθμός.
2. συνήθης, -σμένος.3. αφελής, αγαθός, απονήρευτος.4. χοντροειδής, ανεπεξέργαστος.5. παλ. μη ευγενικής καταγωγής, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων•простой народ ο απλός λαός•
-ые люди απλοί άνθρωποι.
εκφρ.- ая бухгалтерия – απλός λογαριασμός•- ое письмо – απλή επιστολή(μη συστημένο κλπ.)•- ым глазом – με γυμνό μάτι(χωρίς οπτικό όργανο)•из -ых – από απλούς (ανθρώπους), από το λαό, λαϊκός.простой 2-я α.χασομέρι, σταμάτημα της εργασίας (όχι από υπαιτιότητα του εργάτη)•получать за простой πληρώνομαι για το χασομέρι.
См. также в других словарях:
γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… … Dictionary of Greek
Γυμνό — Sp Gimnas Ap Γυμνό/Gymno L Graikija (Euboja) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
γυμνό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 470 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας. 2. Κωμόπολη (υψόμ. 140 μ., 2.021 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαρυνθίων. * * * το βλ.… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek